- ξηραντικός
- η , ό[ν] сушильный; высушивающий;
ξηραντική ουσία — сиккатив
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξηραντική ουσία — сиккатив
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξηραντικός — causing to dry up masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικός — ή, ό (ΑΜ ξηραντικός, ή, όν) [ξηραίνω] αυτός που έχει την ικανότητα, τη δύναμη ή την ιδιότητα να ξηραίνει, αποξηραντικός, στεγνωτικός («τὸ γὰρ τῇ γεύσει πικρόν, τῇ δυνάμει ξηραντικόν», Πλούτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ξηραντικά (ενν.… … Dictionary of Greek
ξηραντικός — ή, ό αυτός που έχει τη δυνατότητα να ξεραίνει, να στεγνώνει: Ξηραντική ουσία, αλλ. στεγνωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξηραντικά — ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc pl ξηραντικά̱ , ξηραντικός causing to dry up fem nom/voc/acc dual ξηραντικά̱ , ξηραντικός causing to dry up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικώτερον — ξηραντικός causing to dry up adverbial comp ξηραντικός causing to dry up masc acc comp sg ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικωτάτων — ξηραντικός causing to dry up fem gen superl pl ξηραντικός causing to dry up masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικωτέραις — ξηραντικός causing to dry up fem dat comp pl ξηραντικωτέρᾱͅς , ξηραντικός causing to dry up fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικωτέρων — ξηραντικός causing to dry up fem gen comp pl ξηραντικός causing to dry up masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικῶν — ξηραντικός causing to dry up fem gen pl ξηραντικός causing to dry up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικόν — ξηραντικός causing to dry up masc acc sg ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηραντικώτατα — ξηραντικός causing to dry up adverbial superl ξηραντικός causing to dry up neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)